Εν κατακλείδι [Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης]
Άδειασα πια. Λιγόστεψα εντελώς.
Ξερό πηγάδι το μυαλό μου. Κι ούτε μια όμβρια λέξη στην οθόνη μου. Ίσως να ’ρθε ο καιρός μου να αποθέσω. Με την ίδια ακριβώς νοσταλγία των συνταξιούχων ναυτικών για τις τρικυμισμένες θάλασσες των ταξιδιών τους. Φορώ λοιπόν το ναυτικό μου το καπέλο, πιάνω γωνιακό τραπέζι στο καφενείο του χωριού και αρχίζω να νοσταλγώ τις άναρθρες κραυγές του πηγαδιού μου. Πού και πού μόνο αφήνω το κρασάκι μου στη μέση, κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι ότι γεμίζω τον κουβά με κάτι περίεργες σιωπές σε γλώσσες που δεν πολυκαταλαβαίνω. Φαρσί, αράβικα και κούρδικα. Έτσι, για να ’χω μετά να λέω.