Α, γεια σου [Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης]
Κάποιες σιωπές λιμνάζουνε στο πληκτρολόγιό μου. Αμίλητες, ακύμαντες, ανέκφραστες. Και κάθε φορά που πατάω ένα πλήκτρο
τις ακούω να βοούν υπόκωφα κάτω από τα ξερά μου κλικ. Ανυπομονώντας εδώ και χρόνια για τη λέξη, για τη φράση ή για την πρόταση που θα τις σαρκώσει σε ένα βλέμμα, σε μια χειρονομία ή σ’ ένα επιμύθιο. Έστω και σαν τα αλλοπρόσαλλα εκείνα επιμύθια του παππού μου.
Ο οποίος ήταν σε θέση από την ίδια ιστορία για τον γυμνό βασιλιά ή τη φάρμα των ζώων να βγάζει διαφορετικά κάθε φορά διδάγματα. Ακόμη και αντίθετα μεταξύ τους. Συνοδεύοντάς τα με ένα «α, γεια σου». Που επισφράγιζε τη σύντομη αφήγηση με το αίσθημα της ανακούφισης. Ότι εκπλήρωσε και τούτη τη φορά τον ρόλο του σαν παππούς. Μια πλειάδα από μπόλικα «α, γεια σου» στέκονται στις άκρες των δαχτύλων μου και περιμένουν. Αλλά πολύ φοβάμαι ότι μου λείπουνε τα επιμύθια, οι χειρονομίες και τα βλέμματα. Οπότε: Αρκούμαι με τις σιωπές του πληκτρολογίου μου. Αφουγκράζομαι τα υπόκωφα κλικ. Και παίρνω πόζες.
ΠΗΓΗ: www.artinews.gr