pantelidisGIF834pix

artinhouse2

kde834p

Καταγραφές οθόνης26 001

EricHobsbawm:Η Πολιτική των Ταυτοτήτων και η Αριστερά

κοζάνη, ειδήσεις, νέα, Πτολεμαΐδα Πηγή: praxisreview

Μετάφραση: Γιάννης Παπαδημητρακόπουλος

Institute of Education, London 2 May 1996.

«Η Πολιτική των Ταυτοτήτων και η Αριστερά» (Μέρος 1ο)

 

Η εισήγησή μου είναι πάνω σε ένα απροσδόκητα καινούριο θέμα. Έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ όρους όπως «συλλογική ταυτότητα», «ομάδες ταυτοτήτων», «πολιτική των ταυτοτήτων» ή εκείνο το θέμα της «εθνότητας», που μας είναι δύσκολο να θυμηθούμε το πόσο πρόσφατα έχουν αναδυθεί ως κομμάτι του τρέχοντος λεξιλογίου μας, ή στην αργκό ή στον πολιτικό λόγο. Για παράδειγμα αν κοιτάξουμε στην Διεθνή Εγκυκλοπαίδεια των Κοινωνικών Επιστημών που δημοσιεύτηκε το 1968 – που σημαίνει ότι γράφτηκε στα μέσα του 1960 – δε θα βρούμε κανένα λήμμα για τον όρο «Ταυτότητα» εκτός από ένα για την «ψυχολογική ταυτότητα», από τον ErikErikson, που αναφέρεται κυρίως σε έννοιες όπως η λεγόμενη «κρίση ταυτότητας» των εφήβων που προσπαθούν να ανακαλύψουν τι είναι, και ένα γενικό κομμάτι για την εξακρίβωση της ταυτότητας των ψηφοφόρων. Και όσον αφορά την «εθνότητα», στο Αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης, στα 1970 αναφέρεται μόνο σαν μια σπάνια λέξη που υποδηλώνει την ειδωλολατρία και στην ειδωλολατρική δεισιδαιμονία, και τεκμηριώνεται με αποσπάσματα από τον 18ο αιώνα.

Εν συντομία, έχουμε να κάνουμε με όρους και έννοιες που αρχίζουν να χρησιμοποιούνται στο λόγο μόνο την δεκαετία του 1960. Η εμφάνισή τους παρακολουθείται πιο εύκολα στης ΗΠΑ, εν μέρει επειδή ήταν ανέκαθεν μια κοινωνία που δείχνει ασυνήθιστο ενδιαφέρον στην παρακολούθηση της δικής της κοινωνικής και ψυχολογικής κατάστασης, και κυρίως επειδή η πιο προφανής μορφή πολιτικής ταυτότητας – αλλά όχι η μοναδική – δηλαδή η εθνότητα, ήταν πάντα κεντρική στην αμερικάνικη πολιτική από τότε που έγινε μια χώρα μαζικής μετανάστευσης από κάθε γωνιά της Ευρώπης.

Χονδρικά ο νέος όρος «εθνότητα» κάνει την πρώτη της εμφάνιση με το «Beyond the MeltingPot» των Glazer και Moyihan το 1963 και βγαίνει δυναμικά στο προσκήνιο με το The Rise of the UnmeltableEthnicsτου MichaelNovak το 1972. Το πρώτο, δε χρειάζεται να σας το πω, ήταν το έργο ενός Εβραίου καθηγητή και ενός Ιρλανδού που τώρα είναι ανώτερος γερουσιαστής (στέλεχος των δημοκρατικών) της Νέας Υόρκης. Το δεύτερο βιβλίο μας έρχεται από έναν καθολικό Σλοβάκικης καταγωγής. Προς το παρόν δε θα μας απασχολήσει τόσο πολύ το γιατί όλα αυτά έγιναν τη δεκαετία του 1960, αλλά επιτρέψτε μου να σας υπενθυμίσω ότι σε αυτή τη δεκαετία έγινε επίσης η εμφάνιση δύο άλλων παραλλαγών της πολιτικής των ταυτοτήτων – τουλάχιστον στις ΗΠΑ: Το σύγχρονο (δηλαδή μετά τις σουφραζέτες) φεμινιστικό κίνημα και το κίνημα των ομοφυλόφιλων.

Δεν ισχυρίζομαι ότι πριν τη δεκαετία του 1960 κανείς δεν προβληματιζόταν σχετικά με τη δημόσια ταυτότητά του· σε καταστάσεις αβεβαιότητας μερικές φορές το έκαναν: για παράδειγμα στη βιομηχανική ζώνη της Λωραίνης στη Γαλλία, στην οποία η επίσημη γλώσσα και η εθνικότητα άλλαξε πέντε φορές μέσα σε έναν αιώνα, και η αγροτική ζωή έγινε βιομηχανική, ημί-αστική, και στην οποία τα σύνορα επαναχαράχθηκαν επτά φορές τον προηγούμενο ενάμιση αιώνα. Δεν είναι άξιο απορίας ότι οι άνθρωποι έλεγαν: «Οι βερολινέζοι ξέρουν ότι είναι Βερολινέζοι, οι Παριζιάνοι ξέρουν ότι είναι Παριζιάνοι, αλλά εμείς ποιοι είμαστε;»

Ή για να παραθέσω μια άλλη συνέντευξη: «Κατάγομαι από τη Λωραίνη, η κουλτούρα μου είναι γερμανική, η εθνικότητά μου είναι γαλλική, και σκέφτομαι στη διάλεκτο της επαρχίας μας.» Πράγματι, αυτές οι καταστάσεις οδήγησαν μόνο σε πραγματικά προβλήματα ταυτότητας, όταν οι άνθρωποι εμποδίζονταν από το να έχουν πολλαπλές και συνδυασμένες ταυτότητες, που είναι φυσικές σε πολλούς από εμάς. Ή ακόμα περισσότερο, όταν αποσπώνται από το παρελθόν και από όλες τις πολιτισμικές πρακτικές. Όμως μέχρι τη δεκαετία του 1960, αυτά τα προβλήματα της αβέβαιης ταυτότητας περιορίζονταν σε ειδικές συνοριακές ζώνες της πολιτικής. Δεν είχαν ακόμα κεντρική θέση.

Απ’ ότι φαίνεται, έχουν αποκτήσει πολύ πιο κεντρική θέση μετά τη δεκαετία του 1960. Γιατί; Αναμφίβολα, υπάρχουν ιδιαίτεροι λόγοι (που εντοπίζονται) στην πολιτική ή στους θεσμούς της μίας ή της άλλης χώρας: Για παράδειγμα, στις ιδιόρρυθμες διαδικασίες που επιβάλλονται στις ΗΠΑ από το σύνταγμά τους – λόγου χάρη οι αποφάσεις για τα πολιτικά δικαιώματα της δεκαετίας του 1950, που πρώτα εφαρμόστηκαν για τους μαύρους και ύστερα για τις γυναίκες, παρέχοντας ένα μοντέλο και για άλλες ομάδες ταυτοτήτων. Επομένως ειδικά σε χώρες που τα κόμματα ανταγωνίζονται για ψήφους, το να αυτοπροσδιορίζεται ως μέλος μίας ομάδας ταυτοτήτων, μπορεί να παρέχει συγκεκριμένα πολιτικά πλεονεκτήματα: για παράδειγμα η θετική διάκριση για χάρη των μελών τέτοιων ομάδων, ή οι ποσοστώσεις για θέσεις εργασίας και ούτω καθεξής. Αυτό συναντάται στις ΗΠΑ αλλά δεν περιορίζεται μόνο εκεί. Για παράδειγμα στην Ινδία που η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί για τη θεμελίωση της κοινωνικής ισότητας, μπορεί πράγματι να συμφέρει το να αυτοπροσδιορίζεσαι ως άνθρωπος κατώτερης κοινωνικής τάξης ή που ανήκει σε μια ομάδα αυτόχθονων φυλών, με σκοπό να αποκτήσεις πρόσβαση σε θέσεις εργασίας που η κυβέρνηση εγγυάται σε άτομα τέτοιων ομάδων.

Η άρνηση των πολλαπλών ταυτοτήτων

Αλλά κατά την άποψή μου, η εμφάνιση της πολιτικής των ταυτοτήτων είναι μια συνέπεια των εξαιρετικά ραγδαίων και βαθιών αναταραχών και μετασχηματισμών της ανθρώπινης κοινωνίας, κατά το τρίτο τέταρτο του αιώνα μας, το οποίο έχω προσπαθήσει να περιγράψω και να κατανοήσω στο δεύτερο μέρος της ιστορίας του έργου μου «Ο σύντομος 20ος αιώνας Η εποχή των άκρων». Αυτό δεν είναι μόνο η δική μου άποψη. Για παράδειγμα ο Αμερικάνος κοινωνιολόγος DanielBell, υποστήριξε το 1975 ότι: «η διάλυση των παραδοσιακών δομών εξουσίας και των προηγούμενων κυρίαρχων κοινωνικών μονάδων –ιστορικά του έθνους και της τάξης…κάνει την εθνοτική προσήλωση πιο εμφανή.»

Στην πραγματικότητα, ξέρουμε ότι και το έθνος-κράτος όσο και τα παλιά ταξικά πολιτικά κόμματα και κινήματα έχουν αποδυναμωθεί ως αποτέλεσμα τέτοιων μετασχηματισμών. Εκτός από αυτό, έχουμε ζήσει – και ζούμε – μία γιγάντια «πολιτιστική επανάσταση» μια εντυπωσιακή διάλυση των παραδοσιακών κοινωνικών νορμών, της κοινωνικής υφής και των αξιών, που συντάραξε συθέμελα τόσους πολλούς κατοίκους του ανεπτυγμένου κόσμου. Αν μου επιτρέπεται να συνεχίσω παραθέτοντας τον εαυτό μου: «Ποτέ ο όρος κοινότητα δεν χρησιμοποιήθηκε με τόση γενικότητα και κενότητα παρά στις δεκαετίες που οι κοινότητες, με την κοινωνιολογική έννοια, έγιναν δυσεύρετες στην πραγματική ζωή».

Οι άνδρες και οι γυναίκες ψάχνουν για ομάδες στις οποίες μπορούν να ενταχθούν με σιγουριά και για πάντα, μέσα σε έναν κόσμο στον οποίο όλα τα υπόλοιπα κινούνται και μεταβάλλονται, στον οποίο τίποτα άλλο δεν είναι σταθερό. Και αυτό το βρίσκουν σε μια ομάδα ταυτοτήτων. Εξ ου και η παραδοξότητα, την οποία τυχαία ο εξέχων Τζαμαϊκανός Κοινωνιολόγος του Harvard, OrlandoPatterson είχε εντοπίσει: Οι άνθρωποι επιλέγουν να ανήκουν σε μία ομάδα ταυτοτήτων αλλά «είναι μια επιλογή που βασίζεται στην εδραιωμένη και ισχυρή πεποίθηση ότι το υποκείμενο δεν έχει απολύτως καμία άλλη επιλογή, από το να ανήκει στη συγκεκριμένη ομάδα». Αυτό είναι μια επιλογή που μπορεί μερικές φορές να αποδειχθεί. Ο αριθμός των Αμερικάνων που αναφέρονται στον εαυτό τους σαν Ινδιάνοι (American Indians) ή ιθαγενείς Ινδιάνοι (nativeIndians) σχεδόν τετραπλασιάστηκαν μεταξύ 1960 και 1990, από περίπου μισό εκατομμύριο σε περίπου δύο εκατομμύρια, το οποίο απέχει πάρα πολύ από το να μπορέσει να εξηγηθεί με φυσιολογικούς δημογραφικούς όρους· και παρεμπιπτόντως, δεδομένου ότι το 70% των ιθαγενών Αμερικανών έχουν παντρευτεί με άτομα εκτός της φυλής τους, δεν είναι καθόλου σαφές το ποιος είναι εθνολογικά ιθαγενής Αμερικανός.

Άρα τι καταλαβαίνουμε με αυτό τον όρο συλλογική ταυτότητα, αυτό το αίσθημα του ανήκειν σε μια πρωταρχική ομάδα η οποία αποτελεί η βάση του; Θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σας σε τέσσερα σημεία.

Κατ’ αρχάς οι συλλογικές ταυτότητες προσδιορίζονται αρνητικά· δηλαδή (ετεροπροσδιορίζονται) απέναντι σε άλλους. «Εμείς» αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας ως «εμείς», ακριβώς επειδή είμαστε διαφορετικοί από «εκείνους» (τους άλλους). Αν δεν υπήρχε το «εκείνοι» από τους οποίους είμαστε διαφορετικοί, δε θα χρειαζόταν να ρωτήσουμε τους εαυτούς μας ποιοι είμαστε «εμείς». Χωρίς τους «εκτός της ομάδας», δεν υπάρχουν οι «εντός της ομάδας», με άλλα λόγια οι συλλογικές ταυτότητες δε βασίζονται στα κοινά που υπάρχουν μεταξύ των μελών τους – για την ακρίβεια μπορεί να έχουν πολύ λίγα κοινά εκτός από το «να μην είναι οι άλλοι».

Οι υπέρμαχοι της ένωσης με την Μ. Βρετανία (Unionists) και οι εθνικιστές (Nationalists) στο Belfast, ή οι Σέρβοι, οι Κροάτες και οι μουσουλμάνοι Βόσνιοι που σε κάθε άλλη περίπτωση θα ήταν αδιαχώριστοι – μιλούν την ίδια γλώσσα, έχουν τον ίδιο τρόπο ζωής, είναι ίδιοι στην εμφάνιση και στις συνήθειές τους – επιμένουν στο ένα πράγμα που τους χωρίζει, και αυτό τυχαίνει να είναι η θρησκεία. Αντίστροφα, τι είναι αυτό που προσφέρει ενότητα στους Παλαιστίνιους, σε έναν ετερογενή πληθυσμό από μουσουλμάνους διαφόρων ειδών, Ρωμαιοκαθολικούς και Έλληνες καθολικούς, Έλληνες ορθόδοξους και άλλους που μπορεί να μοιάζουν πολύ – όπως τους Λιβανέζους γείτονές τους, που, κάτω από διαφορετικές συνθήκες, πολεμούν μεταξύ τους; Απλά το ότι δεν είναι οι Ισραηλινοί, όπως συνεχώς τους υπενθυμίζει η ισραηλινή πολιτική.

Φυσικά υπάρχουν συλλογικότητες που βασίζονται σε αντικειμενικά χαρακτηριστικά που τα μέλη τους έχουν ως κοινά, συμπεριλαμβανομένου και του βιολογικού φύλου ή τέτοια, πολιτικά ευαίσθητα, φυσικά χαρακτηριστικά όπως το χρώμα του δέρματος και ούτω καθεξής. Ωστόσο οι περισσότερες συλλογικές ταυτότητες μοιάζουν περισσότερο με μπλούζες παρά με το δέρμα, είναι δηλαδή, τουλάχιστον θεωρητικά, περισσότερο προαιρετικές και όχι αναπόφευκτες. Παρά την τρέχουσα μόδα που επικρατεί, για τον χειρισμό του σώματος μας, είναι και πάλι ευκολότερο να αλλάξεις μπλούζα παρά να αλλάξεις χέρι! Οι περισσότερες ομάδες ταυτοτήτων δεν στηρίζονται σε αντικειμενικές φυσικές ομοιότητες και διαφορές, αν και όλες θα ήθελαν να ισχυριστούν ότι είναι «φυσικές» παρά κοινωνικά κατασκευασμένες, κάτι που βεβαίως όλες οι εθνοτικές ομάδες κάνουν.

Δεύτερον προκύπτει ότι στην πραγματικότητα ταυτότητες, όπως και τα ρούχα, είναι εναλλάξιμες ή ότι συνυπάρχουν ταυτόχρονα (σε έναν άνθρωπο) παρά το ότι είναι μοναδικές σαν να ήταν κολλημένες με το σώμα. Διότι όπως μας επιβεβαιώνουν και οι δημοσκοπήσεις, κανείς δεν έχει μόνο μία ταυτότητα. Τα ανθρώπινα όντα δε μπορούν να περιγραφούν (ακόμα και για γραφειοκρατικούς λόγους) ως κάτι άλλο εκτός από ένα συνδυασμό πολλών χαρακτηριστικών. Όμως οι πολιτική των ταυτοτήτων συμπεραίνει ότι μία απ’ όλες τις ταυτότητες που όλοι έχουμε είναι αυτή που μας καθορίζει ή έστω κυριαρχεί: το να είσαι γυναίκα αν είσαι φεμινίστρια, το να είσαι προτεστάντης αν είσαι «Ενωτικός» από το Άντριμ, το να είσαι κατάγεσαι απ’ την Καταλονία άμα είσαι Καταλανός εθνικιστής, το να είσαι ομοφυλόφιλος άμα εντάσσεσαι σε ένα gay κίνημα. Και φυσικά πρέπει να ξεφορτωθείς όλες τις υπόλοιπες ταυτότητες γιατί είναι ασυμβίβαστες με τον «αληθινό» εαυτό σου.

Έτσι, ο DavidSelbourne, ένας ιδεολόγος που ασκεί γενικώς κριτική, καλεί τον «Εβραίο στην Αγγλία» να «σταματήσει να προσποιείται ότι είναι Άγγλος» και να αναγνωρίσει ότι η «πραγματική» του ταυτότητά είναι η Εβραϊκή. Αυτό είναι ταυτόχρονα επικίνδυνο και παράλογο. Πρακτικά, δεν υπάρχει ασυμβατότητα εκτός αν μια εξωτερική αρχή σου υπαγορεύει ότι δεν μπορείς να είσαι και τα δύο ή εκτός αν είναι φυσικά αδύνατο να είναι και οι δύο. Αν ήθελα να είμαιταυτόχρονα και οικουμενικά, ένας ευσεβής καθολικός, ένας ευσεβής Εβραίος και ένας πιστός Βουδιστής γιατί δεν θα έπρεπε να είμαι; Ο μόνος λόγους που με εμποδίζει φυσικά είναι ότι οι αντίστοιχες θρησκευτικές αρχές μπορεί να μου πουν ότι δε μπορώ να τα συνδυάσω ή ότι μπορεί να μην γίνεται να εκτελέσω όλες τις τελετουργίες επειδή κάποιες εμποδίζουν τις τελετουργίες των άλλων (θρησκειών).

Συνήθως οι άνθρωποι δεν έχουν πρόβλημα να συνδυάζουν ταυτότητες και αυτή είναι η βάση της καθολικής πολιτικής σε αντίθεση με την επιμέρους πολιτική των ταυτοτήτων. Συχνά τους ανθρώπους δεν τους ενδιαφέρει να κάνουν μια επιλογή μεταξύ των ταυτοτήτων, είτε επειδή κανένας δε τους το ζήτησε, είτε επειδή είναι πολύ περίπλοκο. Όταν ζητείται από τους κατοίκους των ΗΠΑ να δηλώσουν την εθνοτική τους προέλευση, το 54% αρνείται ή αδυνατεί να δώσει μια απάντηση. Εν συντομία, η κατ’ αποκλειστικότητα, πολιτική ταυτότητας δεν υφίσταται με φυσικό τρόπο στους ανθρώπους. Είναι πιο πιθανό να εξαναγκαστούν (βίαια) από «εξωτερικές δυνάμεις» με τον ίδιο τρόπο που οι Σέρβοι, Κροάτες και Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Βοσνίας οι οποίοι ζούσαν, συναναστρέφονταν, και παντρεύονταν μεταξύ τους, εξαναγκάστηκαν να χωριστούν, είτε να το κάνουν με λιγότερο βίαιους τρόπους.

Το τρίτο σημείο που πρέπει να αναφέρουμε είναι πως οι ταυτότητες ή η έκφρασή τους δεν είναι σταθερές, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι έχετε επιλέξει έναν από τους πολλούς πιθανούς εαυτούς σας, με τον ίδιο τρόπο που ο MichaelPortillo επέλεξε να είναι Βρετανός παρά Ισπανός. (Οι ταυτότητες) μεταβάλλονται συνεχώς και μπορεί να αλλάξουν, αν χρειαστεί, περισσότερο από μία φορά. Για παράδειγμα οι μη-εθνοτικές ομάδες των οποίων όλα, ή τα περισσότερα μέλη τυχαίνει να είναι μαύροι ή Εβραίοι μπορεί να μετατραπούν σε συνειδητά εθνοτικές ομάδες. Αυτό συνέβη στην Νότια Χριστιανική Εκκλησία των βαπτιστών του Martin LutherKing. Πιθανό είναι επίσης και το αντίθετο: όπως όταν ο επίσημος IRA μετατράπηκε από μια εθνικιστική οργάνωση σε μία ταξική οργάνωση η οποία σήμερα είναι το Εργατικό Κόμμα και μέρος του κυβερνητικού συνασπισμού της Ιρλανδικής Δημοκρατίας.

Το τέταρτο και τελευταίο πράγμα που πρέπει να ειπωθεί σχετικά με την ταυτότητα είναι ότι εξαρτάται από το γενικό πλαίσιο το οποίο μπορεί να αλλάξει. Όλοι μπορούμε να σκεφτούμε τα, με συνδρομή, ενεργά μέλη της gay κοινότητας των πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του Κέμπριτζ, του 1920 που μετά την κρίση του 1929 και την άνοδο του Χίτλερ, μετατοπίστηκαν, (όπως τους άρεσε να λένε) από την «Homintern» στην «Comintern». Οι G. Burgess και A. Blunt, όπως συνέβη, μετέφεραν την ομοφυλοφιλία τους από τη δημόσια στην ιδιωτική σφαίρα. Ακόμα, σκεφτείτε την περίπτωση του προτεστάντη Γερμανού κλασικού λόγιου, του Pater, ενός καθηγητή κλασικών σπουδών στο Λονδίνο, που ξαφνικά ανακάλυψε μετά τον Χίτλερ, ότι θα έπρεπε να μεταναστεύσει διότι, για τα δεδομένα των Ναζί, ήταν στην πραγματικότητα Εβραίος – ένα γεγονός που μέχρι εκείνη τη στιγμή αγνοούσε. Με όποιο τρόπο κι αν είχε ορίσει τον εαυτό του, προηγουμένως, έπρεπε τώρα να βρει μια διαφορετική ταυτότητα.

 

Ο οικουμενισμός της Αριστεράς

Πώς σχετίζονται όλα αυτά με την Αριστερά; Οι ομάδες ταυτοτήτων σίγουρα δεν ήταν κεντρικές στον αριστερό χώρο. Βασικά τα μαζικά κοινωνικά και πολιτικά κινήματα της Αριστεράς, αυτά που ήταν εμπνευσμένα από την αμερικανική και γαλλική επανάσταση και από τον σοσιαλισμό, αποτελούσαν πράγματι συνασπισμούς ή συμμαχίες όμως δεν συνασπίζονταν στη βάση συγκεκριμένων για την ομάδα, στόχων, αλλά στη βάση μεγάλων, παγκόσμιων ιδεωδών, μέσω των οποίων κάθε ομάδα πίστευε ότι οι συγκεκριμένοι στόχοι της θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν: η δημοκρατία, η Δημοκρατία (the Republic), ο Σοσιαλισμός, ο Κομμουνισμός κ.α. Το δικό μας Εργατικό Κόμμα, στις ένδοξές του μέρες, ήταν το κόμμα μιας τάξης και, ανάμεσα στα υπόλοιπα, (ήταν το κόμμα) των μειονοτικών εθνών και των κοινοτήτων των μεταναστών, των βρετανών της ηπειρωτικής χώρας. Ήταν όλα αυτά επειδή ήταν ένα κόμμα ισότητας και κοινωνικής δικαιοσύνης.

Δεν πρέπει να αντιλαμβανόμαστε με λάθος τρόπο την επιδίωξή του να έχει ουσιαστικά ταξική βάση. Τα πολιτικά εργατικά και σοσιαλιστικά κινήματα δεν ήταν ποτέ και πουθενά, κινήματα ουσιαστικά περιορισμένα στο προλεταριάτο υπό την αυστηρή μαρξιστική έννοια. Με εξαίρεση ίσως τη Μ. Βρετανία, δε θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε τόσο μαζικά κινήματα, επειδή στη δεκαετία του 1880 και του 1890, όταν τα μαζικά εργατικά και σοσιαλιστικά κόμματα έκαναν την εμφάνισή τους – όπως τα λιβάδια των υάκινθων την άνοιξη – η βιομηχανική εργατική τάξη στις περισσότερες χώρες ήταν μια αρκετά μικρή μειοψηφία και σε κάθε περίπτωση πολλά από αυτά παρέμειναν εκτός της σοσιαλιστικής εργατικής οργάνωσης. Θυμηθείτε ότι κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου οι σοσιαλδημοκράτες βρίσκονταν δημοσκοπικά μεταξύ 30% και 47% του εκλογικού σώματος σε χώρες όπως η Δανία, η Σουηδία και η Φινλανδία, οι οποίες είχαν μόλις μεταβίας βιομηχανοποιηθεί όπως και η Γερμανία (το υψηλότερο ποσοστό ψήφων που επιτεύχθηκε ποτέ από το Εργατικό Κόμμα στη χώρα αυτή το 1951 ήταν 48%.).

Επιπλέον, η σοσιαλιστική υπόθεση για την κεντρική θέση των εργαζομένων στο κίνημά τους δεν ήταν μια επιμέρους υπόθεση. Τα συνδικάτα επεδίωκαν τα επιμέρους συμφέροντα των μισθωτών, αλλά ένας από τους λόγους για τους οποίους οι σχέσεις μεταξύ των εργατικών, σοσιαλιστικών κομμάτων και των συνδικάτων, που συνδέονται με αυτά, δεν ήταν ποτέ χωρίς προβλήματα, ήταν ακριβώς ότι το κίνημα είχε ευρύτερους στόχους από αυτούς των συνδικάτων. Το σοσιαλιστικό επιχείρημα δεν ήταν απλώς το ότι οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν εργάτες «με το χέρι ή με το μυαλό», αλλά το ότι οι εργάτες ήταν η απαραίτητη ιστορική συνθήκη για την αλλαγή της κοινωνίας. Επομένως, όποιος κι αν ήσουν, αν ήθελες το μέλλον θα έπρεπε να συνταχθείς με το εργατικό κίνημα.

Αντιστρόφως, όταν το εργατικό κίνημα περιορίστηκε απλώς σε μια ομάδα πίεσης ή μια διατομεακή κίνηση βιομηχανικών εργατών, όπως τη δεκαετία του 1970 στην Μ. Βρετανία, έχασε τόσο την ικανότητα να είναι το δυνητικό κέντρο της γενικής κινητοποίησης του πληθυσμού όσο και η γενική ελπίδα του μέλλοντος. Ο στρατευμένος «οικονομίστικος» συνδικαλισμός ανταγωνίστηκε τον λαό, που δεν ήταν άμεσα εμπλεκόμενος σ’ αυτόν, σε τέτοιο βαθμό που έδωσε στον Θατσετικό Συντηρητισμό το πιο πειστικό επιχείρημά του – και τη δικαιολογία για την μετατροπή του παραδοσιακού «μονοεθνικού» [One-nation] Συντηρητικού Κόμματος, σε δύναμη για τη διεξαγωγή μαχητικού ταξικού πολέμου. Επιπλέον, αυτή η πολιτική προλεταριακής ταυτότητας όχι μόνο απομόνωσε την εργατική τάξη, αλλά και την διέσπασε θέτοντας τη μία ομάδα εργαζομένων εναντίον της άλλης.

Άρα τι σχέση έχει η πολιτική των ταυτοτήτων με την Αριστερά; Επιτρέψτε μου να δηλώσω κατηγορηματικά αυτό που δεν χρειάζεται να επαναλάβω. Το πολιτικό πρόταγμα της Αριστεράς είναι οικουμενικό: Είναι για όλους τους ανθρώπους. Με όποιον τρόπο κι αν ερμηνεύουμε τις λέξεις, δεν είναι ελευθερία μόνο για μετόχους ή για τους μαύρους, αλλά για όλους. Δεν είναι ισότητα για όλα τα μέλη του «GarrickClub» ή για τα άτομα με ειδικές ανάγκες, αλλά για όλους. Δεν είναι αδελφότητα μόνο για τους «OldΕtonians» ή τους ομοφυλόφιλους, αλλά για όλους. Και η πολιτική των ταυτοτήτων δεν είναι ουσιαστικά για όλους, αλλά μόνο για μέλη μιας συγκεκριμένης ομάδας. Αυτό είναι απολύτως εμφανές στην περίπτωση εθνικών ή εθνικιστικών κινημάτων. Ο σιωνιστικός εβραϊκός εθνικισμός, ανεξαρτήτως από το αν τον συμπαθούμε ή όχι, είναι αποκλειστικά για τους Εβραίους, και ξεχάστε – ή κάψτε – όλα τα υπόλοιπα. Όλοι εθνικισμοί είναι. Ο εθνικιστικός ισχυρισμός ότι αφορά στο το δικαίωμα του καθενός σε αυτοδιάθεση είναι ψευδής.

Γι’ αυτό η Αριστερά δεν μπορεί να βασιστεί στην πολιτική των ταυτοτήτων. Έχει μία ευρύτερη ατζέντα. Για την Αριστερά, η Ιρλανδία ήταν ιστορικά, ένα, αλλά μόνο ένα από τα πολλά εκμεταλλευόμενα, καταπιεσμένα και στοχοποιημένα σύνολα ανθρώπων για τα οποία πολέμησε. Για τον εθνικισμό του IRA, η Αριστερά ήταν και είναι μόνο ένας πιθανός σύμμαχος στον αγώνα για τους στόχους του σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Σε άλλες [καταστάσεις] ήταν έτοιμος να καλέσει για υποστήριξη τον Χίτλερ, όπως έκαναν μερικοί από τους ηγέτες του κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Το ίδιο ισχύει για κάθε ομάδα (εθνική ή άλλη) που καθιστά την πολιτική ταυτότητας ως θεμέλιο.

Τώρα, «ευρύτερη ατζέντα» της Αριστεράς, φυσικά, σημαίνει να υποστηρίζει πολλές ομάδες ταυτοτήτων, τουλάχιστον κάποιες φορές, και αυτές με τη σειρά τους να στρέφονται προς την Αριστερά. Πράγματι, μερικές από αυτές τις συμμαχίες είναι τόσο παλιές και τόσο στενές ώστε η Αριστερά εκπλήσσεται όταν τελειώνουν, όπως ακριβώς οι άνθρωποι εκπλήσσονται όταν οι γάμοι διαλύονται μετά από μια ζωή. Στις ΗΠΑ φαίνεται να είναι σχεδόν ενάντια στη φύση το ότι οι «εθνοτικοί» – δηλαδή οι ομάδες των φτωχών μεταναστών και των απογόνων τους – δεν ψηφίζουν πλέον σχεδόν αυτόματα το Δημοκρατικό Κόμμα [DemocraticParty]. Φαίνεται σχεδόν απίστευτο ότι ένας μαύρος Αμερικανός θα μπορούσε ακόμη και να σκεφτεί να βάλει υποψηφιότητα για την Προεδρία των ΗΠΑ ως Ρεπουμπλικάνος (Έχω στο μυαλό μου τον ColinPowell). Ωστόσο, το κοινό συμφέρον των Ιρλανδών, Ιταλών, Εβραίων και Μαύρων Αμερικανών στο Δημοκρατικό Κόμμα δεν προέρχεται από τις ιδιαίτερες εθνότητες τους, παρόλο που οι ρεαλιστές πολιτικοί έδωσαν το σεβασμό τους σε αυτές. Αυτό που πραγματικά τους ενώνει ήταν η «δίψα» για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη και ένα πολιτικό πρόγραμμα που πίστευαν ότι ήταν ικανό να υποστηρίξει και τα δύο.

Το κοινό συμφέρον

Αλλά αυτό ακριβώς είναι που τόσο πολλοί στην Αριστερά έχουν ξεχάσει, καθώς καταδύονται στα βαθιά νερά της πολιτικής των ταυτοτήτων. Από τη δεκαετία του 1970 υπάρχει μια τάση – μια αυξανόμενη τάση – να βλέπουμε την Αριστερά ουσιαστικά ως συνασπισμό μειονοτικών ομάδων και συμφερόντων: της φυλής, του φύλου, των σεξουαλικών ή άλλων πολιτισμικών προτιμήσεων και τρόπου ζωής· ακόμη και οι οικονομικές μειονότητες όπως η παλιά βιομηχανική εργατική τάξη έτσι έχουν γίνει πλέον. Αυτό είναι αρκετά κατανοητό, αλλά είναι επικίνδυνο, κυρίως επειδή το να κερδίζεις την πλειοψηφία δεν είναι το ίδιο με το να συνασπίζεις τις μειονότητες. Πρώτα απ’ όλα, επιτρέψτε μου να επαναλάβω: οιομάδες ταυτοτήτων είναι για τον εαυτό τους, για τον εαυτό τους και για κανέναν άλλον. Ένας συνασπισμός τέτοιων ομάδων που δεν συσπειρώνεται με βάση ένα κοινό σύνολο στόχων ή αξιών, έχει μόνο μια «ad hoc» ενότητα, όπως τα κράτη προσωρινά συμμάχησαν στον πόλεμο εναντίον ενός κοινού εχθρού. Διαλύονται όταν δεν είναι πλέον συσπειρωμένοι μαζί. Σε κάθε περίπτωση, ως ομάδες ταυτότητας, δεν είναι αφοσιωμένες στην Αριστερά σαν τέτοιες, αλλά συμμαχούν με όποιους μπορούν, μόνο για να υποστηρίξουν τους δικούς τους στόχους τους. Έχουμε στο μυαλό μας τη χειραφέτηση των γυναικών ως έναν αγώνα που συνδέθηκε στενά με την Αριστερά, από τις αρχές του σοσιαλισμού ακόμα και πριν από τους Μαρξ και Ένγκελς. Και όμως, ιστορικά, το βρετανικό φεμινιστικό κίνημα πριν από το 1914 ήταν ένα κίνημα και των τριών κομμάτων, και όπως γνωρίζουμε η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός ήταν στην πραγματικότητα Συντηρητική. [7]

Δεύτερον ανεξάρτητα από τη ρητορική τους, τα κινήματα και οι οργανώσεις της πολιτικής των ταυτοτήτων κινητοποιούν μόνο τις μειονότητες, τουλάχιστον προτού αποκτήσουν τη δύναμη του καταναγκασμού και του νόμου. Το εθνικό συναίσθημα μπορεί να είναι καθολικό αλλά, απ’ όσο γνωρίζω, κανένα αποσχιστικό εθνικιστικό κόμμα στα δημοκρατικά κράτη δεν έχει πάρει μέχρι στιγμής τις ψήφους της πλειοψηφίας της εκλογικής του περιφέρειας (αν και οι Κεμπεκιώτες το προηγούμενο φθινόπωρο έφτασαν κοντά – αλλά τότε οι εθνικιστές τους ήταν προσεκτικοί ώστε να μην απαιτούν στην πραγματικότητα με μεγάλες διακηρύξεις την πλήρη απόσχιση.) Δεν ισχυρίζομαι ότι δεν μπορεί ή δεν θα γίνει, ίσως, κάτι τέτοιο – λέω μόνο ότι ο ασφαλέστερος, μέχρι στιγμής, τρόπος να αποκτηθεί εθνική ανεξαρτησία από την απόσχιση είναι να μην ζητείται από τους πληθυσμούς να ψηφίσουν γι’ αυτήν μέχρι να κατακτηθεί πρώτα με άλλα μέσα.

Αυτό, παρεμπιπτόντως, δημιουργεί δύο ρεαλιστικούς λόγους να είναι κάποιος ενάντια στην πολιτική των ταυτοτήτων. Χωρίς έναν τέτοιο εξωτερικό καταναγκασμό ή πίεση, κάτω από φυσιολογικές συνθήκες δεν κινητοποιεί σχεδόν τίποτα περισσότερο από μία μειοψηφία – ακόμα και από την ίδια την ομάδα-στόχο. Ως εκ τούτου, οι προσπάθειες σχηματισμού ξεχωριστών πολιτικών κομμάτων γυναικών δεν ήταν πολύ αποτελεσματικοί τρόποι κινητοποίησης της γυναικείας ψήφου. Ο άλλος λόγος είναι ότι αναγκάζοντας τους ανθρώπους να περιχαρακώνονται σε μία, και μόνο μία ταυτότητα, τους διασπά, χωρίζοντας τον έναν από τον άλλο. Άρα απομονώνει αυτές τις μειονότητες.

Συνεπώς, το να παραδοθεί ένα γενικό κίνημα στις συγκεκριμένες απαιτήσεις των μειονοτικών ομάδων πίεσης, οι οποίες [μειονοτικές ομάδες] πολλές φορές δεν είναι καν από αυτούς που το αποτελούν, είναι σα να ψάχνεις για μπελάδες. Αυτό είναι πολύ πιο εμφανές στις ΗΠΑ, όπου η αντίδραση κατά των θετικών διακρίσεων υπέρ συγκεκριμένων μειονοτήτων και οι υπερβολές της πολυπολιτισμικότητας είναι πλέον πολύ ισχυρές. Όμως το πρόβλημα υφίσταται και εδώ [Στην Μ. Βρετανία].

Σήμερα τόσο η Δεξιά όσο και η Αριστερά είναι «φορτωμένες» με πολιτικές ταυτοτήτων. Δυστυχώς, ο κίνδυνος της αποσύνθεσης σε μια καθαρή συμμαχία των μειονοτήτων είναι ασυνήθιστα μεγάλος στην Αριστερά επειδή η παρακμή των μεγάλων καθολικών συνθημάτων του Διαφωτισμού, που ήταν ουσιαστικά συνθήματα της Αριστεράς, την αφήνει χωρίς κάποιο προφανή τρόπο διαμόρφωσης ενός κοινού ενδιαφέροντος πέρα από τα όρια του μερικού. Το μόνο από τα επονομαζόμενα «Νέα κοινωνικά κινήματα» που διαπερνά όλα αυτά τα όρια, είναι εκείνο των οικολόγων. Αλλά, δυστυχώς η πολιτική του απεύθυνση είναι περιορισμένη και το πιθανότερο είναι να παραμείνει έτσι.

Ωστόσο, υπάρχει μια μορφή πολιτικής ταυτότητας, η οποία είναι πραγματικά καθολική, στο βαθμό που βασίζεται σε κοινή απεύθυνση, τουλάχιστον εντός των ορίων ενός μόνο κράτους: Ο εθνικισμός των πολιτών. Εξετάζοντάς τον από την πλευρά της παγκόσμιας προοπτικής, αυτό μπορεί να είναι το αντίθετο σε μια παγκόσμια απεύθυνση, αλλάθεωρούμενος από την πλευρά του εθνικού κράτους, το οποίο είναι ο τόπος στον οποίο οι περισσότεροι από μας ζουν και είναι πιθανό να συνεχίσουν να ζουν, παρέχει μια κοινή ταυτότητα, ή κατά τη φράση του BenedictAnderson, μια «φαντασιακή κοινότητα», όχι λιγότερο πραγματική για να τη φανταστεί κανείς. Η Δεξιά, ειδικά μια κυβερνώσα Δεξιά, πάντα διεκδικούσε το μονοπώλιο αυτό, και ισχυριζόταν ότι μπορεί ακόμα να το διαχειριστεί. Ακόμα και ο Θατσερισμός, ο νεκροθάφτης του «μονοεθνικού Συντηρητισμού» [One-NationToryism], το έκανε. Ακόμα και ο σκιώδης και ετοιμοθάνατος διάδοχός του, η κυβέρνηση του J. Major, ελπίζει να αποφύγει την εκλογική ήττα, καταδικάζοντας τους αντιπάλους του ως μη πατριωτικούς.

Γιατί λοιπόν ήταν τόσο δύσκολο για την Αριστερά, πόσο μάλλον για την Αριστερά στις αγγλόφωνες χώρες, να δει τον εαυτό της ως εκπρόσωπο ολόκληρου του έθνους; (Φυσικά, αναφέρομαι στο έθνος ως κοινότητα όλων των ανθρώπων σε μια χώρα, όχι ως εθνική οντότητα.) Γιατί βρίσκει [η Αριστερά] τόσο δύσκολο ακόμη και το να το δοκιμάσει; Σε τελική ανάλυση, η ευρωπαϊκή Αριστερά ξεκίνησε όταν μία τάξη ή μια ταξική συμμαχία, η Τρίτη τάξη στη Γαλλική σύγκληση των Γενικών Τάξεων του 1789, αποφάσισε να αυτοανακηρυχθεί «έθνος» σε αντίθεση με τη μειονότητα της άρχουσας τάξης, δημιουργώντας έτσι την ίδια την έννοια του πολιτικού «έθνους». Εξάλλου, ακόμη και ο Μαρξ οραματιζόταν μια τέτοια μεταμόρφωση στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. [8] Πραγματικά, θα μπορούσε κάποιος να προχωρήσει περισσότερο. Ο ToddGitlin, ένας από τους καλύτερους παρατηρητές της Αμερικανικής Αριστεράς, το έθεσε πολύ παραστατικά στο νέο του βιβλίο, «The Twilight of Common Dreams»: «Αλήθεια, τί είναι η Αριστερά, αν δεν είναι, η φωνή όλων των ανθρώπων;…Αν δεν υπάρχουν άνθρωποι, αλλά μόνο λαοί, δεν υπάρχει Αριστερά». [9]

Η Καταπνιγμένη φωνή των «Νέων Εργατικών»

Και έχουν υπάρξει φορές που όχι μόνο η Αριστερά θέλησε να είναι το έθνος, αλλά και έγινε αποδεκτή ως αντιπροσωπευτική του εθνικού συμφέροντος, ακόμη και από εκείνους που δεν είχαν ιδιαίτερη συμπάθεια για τις επιδιώξεις της: στις ΗΠΑ, όταν το Δημοκρατικό Κόμμα του Ρούζβελτ είχε την πολιτική ηγεμονία και στη Σκανδιναβία από τις αρχές της δεκαετίας του 1930. Γενικότερα, κατά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, η Αριστερά, σχεδόν παντού στην Ευρώπη, αντιπροσώπευε το έθνος με την κυριολεκτική έννοια, διότι αντιπροσώπευε την αντίσταση και τη νίκη επί του Χίτλερ και των συμμάχων του. Έτσι, προκύπτει και η αξιοθαύμαστη σύζευξη του πατριωτισμού και του κοινωνικού μετασχηματισμού η οποία κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή πολιτική αμέσως μετά το 1945. Ακόμα και στη Μ. Βρετανία που η χρονιά του 1945 ήταν ένα δημοψήφισμα υπέρ του Εργατικού Κόμματος, ως το κόμμα που εκπροσωπούσε καλύτερα το έθνος απέναντι στον «Μονοεθνικό Συντηρητισμό» με επικεφαλής τον πιο χαρισματικό και νικηφόρο πολεμικό ηγέτη στην πολιτική σκηνή. Αυτό καθόρισε την πορεία της ιστορίας της χώρας για τα επόμενα 35 χρόνια. Πολύ πιο πρόσφατα, ο FrancoisMitterrand, πολιτικός χωρίς φυσική αφοσίωση στην Αριστερά, επέλεξε την ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος ως την καλύτερη πλατφόρμα για την άσκηση της ηγεσίας όλων των Γάλλων.

Κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί πως η σημερινή συγκυρία είναι μία ακόμα ακόμα στιγμή στην οποία η Βρετανική Αριστερά θα μπορούσε να αξιώνει να μιλήσει για την Μ. Βρετανία – δηλαδή για όλους τους ανθρώπους – ενάντια σε ένα αναξιόπιστο, παρακμιακό και διεφθαρμένο καθεστώς. Και όμως, πόσο σπάνια ακούστηκαν οι λέξεις «η χώρα», «η Μεγάλη Βρετανία», «το έθνος», «πατριωτισμός», ακόμη και «οι λαοί» στην προεκλογική ρητορεία εκείνων που ήλπιζαν να γίνουν η επόμενη κυβέρνηση της Ηνωμένο Βασίλειο!

Έχει υποστηριχθεί ότι αυτό συμβαίνει επειδή, σε αντίθεση με το 1945 και το 1964, «ούτε ο πολιτικός ούτε το κοινό του έχουν τίποτα περισσότερο από μια περιορισμένη πίστη στην ικανότητα της κυβέρνησης να κάνει πολλά». [10] Αν αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οΕργατικός μιλάει προς και για το έθνος με τόσο πνιχτή φωνή, είναι εντελώς παράλογο. Πρώτον, διότι αν οι πολίτες πιστεύουν πραγματικά ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει πολλά, γιατί θα πρέπει να ασχοληθούν με το να ψηφίσουν τη μία πλευρά παρά την άλλη, ή [σε τελική ανάλυση] γιατί να ψηφίσουν οποιαδήποτε πλευρά; Δεύτερον, διότι η κυβέρνηση, δηλαδή η διαχείριση του κράτους προς το δημόσιο συμφέρον, είναι αναγκαία και θα παραμείνει έτσι. Ακόμη και οι ιδεολόγοι της τρελής Δεξιάς, που ονειρεύονται να την αντικαταστήσουν από την παγκόσμια ηγεμονία της αγοράς, τη χρειάζονται να εγκαθιδρύσουν την ουτοπία, ή καλύτερα τη δυστοπία τους. Και στο βαθμό που επιτυγχάνουν, όπως σε μεγάλο μέρος των πρώην σοσιαλιστικών κρατών, η αντίδραση στην αγορά επαναφέρει στην πολιτική όσους θέλουν το κράτος να επιστρέψει στην κοινωνική ευθύνη.

Το 1995, πέντε χρόνια αφού εγκατέλειψαν, με χαρά και ενθουσιασμό, το παλιό κράτος τους, τα δύο τρίτα των Ανατολικογερμανών πιστεύουν ότι η ζωή και οι συνθήκες στην πρώην ΛΔΓ ήταν καλύτερες από τις «αρνητικές περιγραφές και αναφορές» στα σημερινά γερμανικά μέσα ενημέρωσης, και το 70% πιστεύει ότι «η ιδέα του σοσιαλισμού ήταν καλή, αλλά είχαμε ανίκανους πολιτικούς». Και αυτό είναι κάτι απροσδόκητο, διότι τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια έχουμε ζήσει κάτω από κυβερνήσεις που πίστευαν ότι η κυβέρνηση έχει τεράστια εξουσία, που στην πραγματικότητα χρησιμοποίησαν αυτήν την εξουσία για να αλλάξουν αποφασιστικά τη χώρα μας προς το χειρότερο και που, ακόμα και στις τελευταίες τους ημέρες, προσπαθούν να κάνουν το ίδιο και να μας εξαπατήσουν με την ιδέα ότι αυτό που μία κυβέρνηση έχει κάνει είναι μη αναστρέψιμο από μία άλλη. Το κράτος δεν θα σταματήσει να υπάρχει. Δουλειά της κυβέρνησης είναι να το χρησιμοποιήσει.

Διακυβέρνηση δεν είναι μόνο η εκλογή και η επανεκλογή. Είναι μια διαδικασία η οποία, σε δημοκρατικά πολιτικά συστήματα, συνεπάγεται τεράστιες ποσότητες από ψέματα σε όλες τις μορφές της. Οι εκλογές μετατρέπονται σε διαγωνισμούς επίορκων για τα δημοσιονομικά. Δυστυχώς, οι πολιτικοί, που έχουν τόσο σύντομο χρονικό ορίζοντα όσο οι δημοσιογράφοι, δυσκολεύονται να δουν την πολιτική σαν κάτι διαφορετικό από μια μόνιμη προεκλογική περίοδο.

Όμως υπάρχει και κάτι πέραν αυτού. Εκεί βρίσκεται αυτό που η κυβέρνηση κάνει και πρέπει να κάνει. Εκεί είναι το μέλλον της χώρας. Εκεί είναι οι ελπίδες και οι φόβοι του λαού σαν ολότητα – όχι μόνο της «κοινότητας», που είναι ιδεολογικό κατασκεύασμα ή το σύνολο των μισθωτών και των καταναλωτών (των «φορολογούμενων», με όρους της πολιτικής), αλλά όλων των Βρετανών, δηλαδή η συλλογικότητα εκείνη που θα ήταν έτοιμη να γιορτάσει τη νίκη οποιασδήποτε βρετανικής ομάδας στο Παγκόσμιο Κύπελλο, αν δεν είχε χάσει την ελπίδα ότι μπορεί να υπάρχει κάτι τέτοιο. Σημαντικό σύμπτωμα της παρακμής της Βρετανίας μαζί με την παρακμή της επιστήμης, είναι η παρακμή των βρετανικών ομαδικών αθλημάτων.

Η αναγνώριση αυτής της πολιτικής διάστασης ήταν η δύναμη της κυρίας Θάτσερ. Έβλεπε τον εαυτό της να οδηγεί έναν λαό: «που νόμιζε ότι δεν μπορούμε πλέον να κάνουμε τα σπουδαία πράγματα που κάποτε κάναμε» – παραθέτω τα λόγια της – «εκείνους που πίστευαν ότι η παρακμή μας ήταν μη αναστρέψιμη, ότι δεν θα μπορούσαμε ποτέ να είμαστε ξανά αυτό που ήμασταν». [11] Δεν ήταν όπως άλλοι πολιτικοί, καθώς αναγνώρισε την ανάγκη να προσφέρει ελπίδα και να δραστηριοποιήσει σε έναν μπερδεμένο και αποθαρρημένο λαό. Μια φρούδα ελπίδα ίσως, και σίγουρα έναν λάθος τρόμο δραστηριοποίησης, αλλά αρκετό για να της επιτρέψει να εξαφανίσει την αντιπολίτευση τόσο μέσα στο κόμμα της όσο και έξω από αυτό και να αλλάξει τη χώρα και να την καταστρέψει σε τόσο μεγάλο βαθμό. Η αποτυχία του έργου της έχει γίνει πλέον εμφανής.

Η παρακμή μας ως έθνος δεν έχει σταματήσει. Ως λαός είμαστε πιο μπερδεμένοι, πιο αποθαρρημένοι από το 1979 και το ξέρουμε. Ακόμα και αυτοί που από μόνοι τους μπορούν να σχηματίσουν μια «μετα-συντηρητική» κυβέρνηση, είναι οι ίδιοι πολύ απογοητευμένοι και φοβισμένοι από την αποτυχία και την ήττα, να προσφέρουν κάτι άλλο εκτός από την υπόσχεση να μην αυξήσουν τους φόρους. Θα μπορούσαμε να κερδίσουμε τις επόμενες γενικές εκλογές με αυτόν τον τρόπο και ελπίζω ότι θα το κάνουμε,αν και οι Συντηρητικοί δε θα στηρίξουν την προεκλογική τους πολεμική κυρίως στους φόρους, αλλά στον Βρετανικό συνδικαλισμό, τον αγγλικό εθνικισμό, την ξενοφοβία και την σημαία, και με αυτόν τον τρόπο θα μας πιάσουν απροετοίμαστους. Θα πιστέψουν όλοι εκείνοι που μας έχουν εκλέξει, ότι θα κάνουμε μεγάλη διαφορά; Και τι θα κάνουμε αν μας εκλέξουν απλώς σηκώνοντας τους ώμους τους όπως κάνουν συνήθως; Θα έχουμε φτιάξει το νέο Εργατικό Κόμμα. Θα κάνουμε όμως την ίδια προσπάθεια για την αποκατάσταση και τη ριζική αλλαγή της Βρετανίας; Υπάρχει ακόμα χρόνος να απαντήσουμε σε αυτές τις ερωτήσεις.

________________________________

[1] M.L. Pradelles de Latou, ‘Identity as a Complex Network’, in C. Fried, ed., Minorities, Community and Identity, Berlin 1983, p. 79.

[2] Ibid. p. 91.

[3] Daniel Bell, ‘Ethnicity and Social Change’, in Nathan Glazer and Daniel P. Moynihan, eds., Ethnicity: Theory and Experience, Cambridge, Mass. 1975, P. 171

[4] E.J. Hobsbawm, The Age of Extremes. The Short Twentieth Century, 1914–1991, London 1994, p. 428.

[5] O. Patterson, ‘Implications of Ethnic Identification’in Fried, ed., Minorities: Community and Identity, pp. 28–29. O. Patterson, ‘Implications of Ethnic Identification’in Fried, ed., Minorities: Community and Identity, pp. 28–29.

[6] O. Patterson, ‘Implications of Ethnic Identification’in Fried, ed., Minorities: Community and Identity, pp. 28–29.

[7] Jihang Park, ‘The British Suffrage Activists of 1913’, Past & Present, no. 120, August 1988, pp. 156–7.

[8] ‘Since the proletariat must first of all acquire political supremacy, must raise itself to be the national class, must constitute itself the nation, it is itself still national, though not in the bourgeois sense.’ Karl Marx and Frederick Engels, The Communist Manifesto, 1848, part ii. The original (German) edition has ‘the national class’; the English translation of 1888 gives this as ‘the leading class of the nation’.

[9] Gitlin, The Twilight of Common Dreams, New York 1995, p. 165.

[10] Hugo Young, ‘No Waves in the Clear Blue Water’, The Guardian, 23 April 1996, p. 13.

[11] Cited in Eric Hobsbawm, Politics for a Rational Left, Verso, London 1989, p. 54.

 

https://praxisreview.gr/

 

 

Δημοφιλή Νέα

Διαβάστε τα σημερινά Πρωτοσέλιδα των εφημερίδων I ptolemaida.tv

Διαβάστε τα σημερινά Πρωτοσέλιδα των εφημερίδων I ptolemaida.tv


Διαβάστε τα σημερινά Πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.

Ο καιρός Παρασκευή 29, Σάββατο 30 και Κυριακή 31 Μαρτίου στη Δ. Μακεδονία & σε 6 μεγάλες πόλεις της Ελλάδας
Νίκος Βουνοτρυπίδης: «Άλωση» της περιοχής μας από την «πράσινη ανάπτυξη»
Επίσημο: Την Κυριακή 14 Απριλίου ο μεγάλος τελικός Κυπέλλου Ε.Π.Σ. Κοζάνης ανάμεσα σε Εορδαϊκό και Βελβεντό στο ΔΑΚ Κοζάνης - Όλες οι λεπτομέρειες
ΚΚΕ Τ.Ε. Καστοριάς - Βοΐου: Συλλυπητήριο μήνυμα για τον Νίκο Χιόνο

ΚΚΕ Τ.Ε. Καστοριάς - Βοΐου: Συλλυπητήριο μήνυμα για τον Νίκο Χιόνο


Η Τομεακή Επιτροπή Καστοριάς - Βοϊου εκφράζει τα συλλυ…

Νήματα της Άνοιξης του  Συλλόγου Γονέων, Κηδεμόνων και Φίλων ΑμεΑ περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας με την Εύη Γεροκώστα
Ο καιρός για τις επόμενες 6 ημέρες

Ο καιρός για τις επόμενες 6 ημέρες


www.kozani.tv  Δείτε το καιρό αναλυτικά για έξι ημέρες  …

Δελφίνια Πτολεμαΐδας: 13οι Πτολεμαϊκοί Αγώνες

Δελφίνια Πτολεμαΐδας: 13οι Πτολεμαϊκοί Αγώνες


Δελφίνια Πτολεμαΐδας: 13οι Πτολεμαϊκοί Αγώνες.