Οι θείες [ Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης ]
Ως γνωστόν οι γυναίκες των πολύ παλιών χρόνων είχαν τη λευκότητα του δέρματος σαν σημάδι της ανώτερης
κοινωνικής προέλευσής τους, σαν πειστήριο της μη συμμετοχής τους στον χειρωνακτικό μόχθο της βιωτής και εντέλει σαν τιμή, ομορφιά και χάρη. Αλλά οι πρωθιέρειες της δικής μου ιδιωτικής αισθητικής ήταν κάτι μαυροτσούκαλες και χοντρές, με τέσσερις, πέντε γέννες αποπίσω, μπόλικη σκόνη πάνω τους από τις τσάπες, τρύπια δάχτυλα από τα βαμβακοκάρυδα και κολλημένο το ζεχίρι των καπνών μες στην ψυχή τους. Τις θυμάμαι πάντα ίδιες – ίδιες και απαράλλαχτες. Λες και ακινητούσανε στον χρόνο, σε αυτήν την απροσδιόριστη ηλικία που ’χαν οι αγριελιές, τα πουρνάρια και τα τελευταία πλινθόκτιστα σπίτια του χωριού. Απ’ τα είκοσι πέντε και μετά, δηλαδή στα τριάντα, στα σαράντα, στα πενήντα μέχρι και στα πρώτα τους εξήντα, δεν ξεχώριζαν μικρές, μεγάλες ή ακόμη πιο μεγάλες. Ήταν όλες θείες, ώσπου κάπου εκεί στα εξήντα με εξήντα πέντε τις ξανάβρισκε απότομα ο χρόνος, για να τις κάνει απλές γιαγιάδες ή ακόμη καλύτερα για να τις πάρει και να τις σηκώσει σαν ξωτικά, μάγισσες και αληθινές νεράιδες.