Κόμποι [ Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης ]
Ήταν μια περίοδος, στην αρχή του προσφυγικού, που χάνανε το δρόμο τους. Προσπερνούσαν την εθνική για τη Βόρεια Μακεδονία, κατέβαιναν πιο χαμηλά προς τα δικά μας μέρη στον επαρχιακό Κουφαλίων, Ευρωπού, Κιλκίς.
Δυο τρεις φορές διασταυρώθηκα με τα μπουλούκια τους, αλλά ανυποψίαστος ακόμη τους προσπέρασα δίχως να δώσω σημασία. Πρωί Σαββάτου, κατευθύνομαι στον φούρνο της κωμόπολης. Κατά μήκος του δρόμου δεκαπέντε, είκοσι άντρες σε πορεία. Δυο χιλιόμετρα παρακάτω, ένας που κουτσαίνει. Φέρνω στο μυαλό μου τον πατέρα μου. Σταματάω δίπλα του, ανοίγω την πόρτα και επιβιβάζεται. Με την άκρη του ματιού μου τον παρατηρώ. Θα μπορούσε να είναι μαθητής μου ή ακόμη και παιδί μου. Αλλά είναι ένας ακόμη πρόσφυγας απ’ τους εκατοντάδες χιλιάδες του πολέμου. Είμαι διατεθειμένος να τον πάω όπου θέλει, ακόμη και στον καταυλισμό της Ειδωμένης. Να προλάβει μόνο τους υπόλοιπους μου ζητάει. Τους φτάνουμε, αποβιβάζεται και κάνω αναστροφή. Επιταχύνω στην αρχή, αλλά λίγο παρακάτω φρενάρω απότομα στην άκρη του δρόμου.
Να μην ξεχάσω τις τυρόπιτες και το γάλα κακάο για τα παιδιά μου, ψωμί για το σαββατοκύριακο και σκυλοτροφή για τα ζωντανά. Σφίγγω τη γροθιά και χτυπάω το τιμόνι. Κάποιες θρησκείες, κάποια σύνορα, κάποιες εθνικότητες καίγονται, ισοπεδώνονται, γκρεμίζονται για δυο λεπτά μες στο μυαλό μου. Βάζω μπρος μετά και ξεκινάω.