Ο μπουφές [ Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης ]
Εγκαίνια χθες. Ντύθηκα, στολίστηκα και πήρα το λουλουδικό για τη χαρά του φίλου. Και θα μπορούσα να πω ότι ήταν όπως ακριβώς θα ’πρεπε να ’ναι.
Με τα πυροτεχνήματα, την άθλια μουσική, το μοχίτο, την κόκα κόλα και τον πλούσιο μπουφέ. Ώσπου εμφανίστηκε απ’ το πουθενά μια μεσόκοπη, με το παλιομοδίτικο ταγεράκι της και τη φθαρμένη τσαντούλα της στο χέρι. Έξω από κάθε κάδρο, μακριά απ' την ορολογία των ημερών, πέραν της σύστασης δασκάλου δημιουργικής γραφής να αποφεύγουμε τα υποκοριστικά. Ήρθε λοιπόν και τρύπωσε ανάμεσα στους άλλους προσκεκλημένους, συγγενείς και φίλους. Στάθηκε μπροστά στον μπουφέ και γέμισε το πιάτο. Την πρώτη φορά δεν έδωσα σημασία, τη δεύτερη παραξενεύτηκα, την τρίτη την ακολούθησα από απόσταση. Δυο τετράγωνα παρακάτω περίμενε ο γέρος της και το εγγονάκι της. Κάθονταν στο πεζόδρομο με ένα πιάτο στο χέρι ο καθένας. Έτρωγαν, μιλούσαν και γελούσαν. Δεύτερη μέρα απ’ το πανηγύρι των Γιαννιτσών, μη βγούνε βόλτα πεινασμένοι. Μιλιούνια κόσμος γύρω. Όλοι με τα καλά τους φορεμένοι. Γεμάτες οι ταβέρνες. Βρόμαγε ο τόπος τσίκνα.