Ενοικιάζω καιρούς (Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης)
Έχω κάτι διαθέσιμους χειμώνες σε προσφορά. Κάπου εκεί στα μέσα του Γενάρη. Ατέλειωτες νύχτες κάτω από παπλώματα. Όπου θάλλουν οι πιο συνεσταλμένοι
εφιάλτες των παιδικών μου χρόνων. Ο Ρωμανός ο Διογένης με χυμένα μάτια εξόριστος στην Πρώτη της Προποντίδας, η αιχμάλωτη στρατιά του Σαμουήλ χωρισμένη ανά εκατοντάδες με τους μονόφθαλμους οδηγούς της και ο Ανδρόνικος ο Κομνηνός μπροστά στον όχλο της Κωνσταντινούπολης που ετοιμάζεται να τον λυντσάρει.
Ελπίζοντας ότι σύντομα, πολύ σύντομα, θα ξεχειμωνιάσουνε οι μέρες και οι μήνες και τα χρόνια μου στις πιο παρατεταμένες άνοιξες. Με τις πασχαλίτσες, τις ανθοφορούσες κερασιές και τα αλογάκια της Παναγιάς. Κάθομαι λοιπόν στην καρέκλα μπροστά στο παράθυρο της κουζίνας σαν τις αργόσχολες γριές, κοιτώντας έξω.
Ξερά πλατανόφυλλα παρασέρνονται από τον αέρα. Το σκιάχτρο του μπαχτσέ φοράει τα κοντομάνικα που δεν μου κάνουν. Και τα δοκάρια στην αποθήκη του πατέρα φαίνεται να έχουν πιτσικάρει.
Πολύ βαστάει τούτος ο χειμώνας – στην πιο ζεστή καρδιά του Μάη. Τρέμω με την ιδέα ότι επίκεινται μικρές, μεγάλες, μεγαλύτερες αλώσεις.