Ομαδικοί τάφοι (του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη)
Σε φαντάζομαι ανάμεσα στ’ άλλα σώματα. Να σκαρφαλώνεις με δυσκολία τον λάκκο. Να σέρνεις τα ποδάρια σου στους δρόμους. Ν’ ανοίγεις προσεκτικά την ξώπορτα της αυλής σου.
Να μένεις αναίσθητος για δέκα μέρες στο σπίτι σου. Να ξαναβγαίνεις με σκυμμένο το κεφάλι αλλά ζωντανός στον κόσμο. Από κει και πέρα, δεν χρειάζεται να φαντάζομαι τίποτα. Σε θυμάμαι καθαρά, ρε Φώτη, τέλη του ’70 και αρχές του ’80, σε κείνη την παρατημένη καλύβα, πίσω απ’ το τωρινό ανοιχτό θέατρο. Όπου συνομιλούσες με τα σπουργίτια, σώπαινες με τους ανθρώπους και φιλοξενούσες τα αδέσποτα σκυλιά της πόλης. Εσύ που ποτέ δεν σκοτώθηκες στην εκτέλεση των Γιαννιτσών, αλλά έλαχες τον κλήρο του εσαεί εκτελεσμένου. Εσύ το εκατοστό εικοστό πρώτο θύμα μιας εκτέλεσης, που, σύμφωνα με τη μαρμάρινη πλάκα του μνημείου, έμεινε στους εκατόν είκοσι εκτελεσμένους. Αλλά πες μου σε παρακαλώ, τι το τόσο τρομαχτικό συνέβη σε κείνον τον λάκκο που σάλεψε τα λογικά σου; Μήπως ήταν τα ούρα του ταγματασφαλίτη που σε ξύπνησαν καταπλακωμένο απ’ τους άλλους νεκρούς; Μήπως ήταν το άδειο βλέμμα του γείτονα, όταν πατούσες στον ώμο του για να βγεις απ’ το σκάμμα; Ή μήπως ήταν ο θρήνος της μάνας σου όταν την άκουσες απ’ το διπλανό δωμάτιο να σε μοιρολογάει για πεθαμένο; Σταματώ. Δεν θέλω, δεν αντέχω άλλα «μήπως». Τρελαίνομαι, ρε Φώτη, και που τα σκέφτομαι.
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Θραύσεις