Σκοτωμένες μύγες (του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη)
Θυμάμαι τη μάνα μου. Κάτι απογεύματα του Σεπτέμβρη. Δίχως τσάπα. Ή μάζεμα καπνού. Ή συλλογή βάμβακος και βιομηχανικής ντομάτας. Που καθόταν στο υπόστεγο του σπιτιού. Συνήθως σιωπηλή.
Ή το πολύ πολύ με κάτι σκόρπια σχόλια. Για τον άλφα ή τη βήτα ή τον δείνα. Και πάντα με μια μυγοσκοτώστρα στο χέρι. Ότι ο ένας χωρίζει, μπραφ. Η άλλη φεύγει από το χωριό, μπραφ. Ο τρίτος έφαγε όλα τα λεφτά του στο καζίνο, μπραφ. Ένα ολόκληρο νεκροταφείο από μύγες το τραπέζι. Σαν να μην ήταν μύγες. Αλλά οι μέρες της άνοιξης και του καλοκαιριού. Με τις τσάπες. Το μάζεμα του καπνού. Τη συλλογή βάμβακος και βιομηχανικής ντομάτας. Και έτσι όπως τη βλέπω τώρα στα πολύ στερνά της. Πατημένα τα ογδόντα. Αλλά με την ίδια μυγοσκοτώστρα. Χειμώνα-καλοκαίρι. Αναρωτιέμαι πόσα υπόλοιπα ζωής τής μένουν ακόμη να σκοτώσει.
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Η Ιδιωτική μου Αντωνυμία, εκδ. Κίχλη, 2018