Κοζάνη, Μεθυσμένες πτώσεις... (Γράφει η Τάσα Σιόμου)
Εξόριστος ,πλέον, ο τρύγος στα μέρη μας από τον μήνα Οκτώβριο, σημάδι του χειμαζόμενου καιρού, κι η σοδειά μου πενιχρή φέτος, παρά τον προσωπικό μου ίδρωτα.
(ορθό να στέκεται το καλοκλαδεμένο αμπέλι κι ο μπαχτσές αλφαδιασμένος να είναι, έλεγαν).
Πολλά τα μπαΐρια γύρω μου, όσο κι αν τα εγκαταλειμμένα κούτσουρα ψάχνουν όπως- όπως για ζωή, κι όπου γίνονται τρυγητοί, είναι στερημένοι πλέον από χέρια αλληβόθειας, από το χρονιάτικο φαΐ κιφτέδις μι κρουμμύδ΄, είναι βουβοί από ευχές για καλή χρονιά και καλό ξόδειο.
Τα καζάνια, εκρηκτικές πηγές φιλότητας, δεν ατμίζουν στην πόλη, μόνο τ΄Τσαμπούρη απόμεινε και τα μπακάλικα- ταβέρνες με τα χτιστά βαένια στα υπόγεια, κατέβασαν οριστικά τις γκλαβανές (Πατίκας, Κουτσονίκος, Κουτσοσίμος, Γιαχνίκας, Μακανίκας, Λιόνας, Πλεξίδας, Καρακλάνης…)
Η αρχοντιά των φτωχόσπιτων βασισμένη στα προϊόντα του σταφυλιού ξέπεσε κι αυτοί που γιόρταζαν και βούιζε ο τόπος δεν ζούνε πια.
Αυτή η γενιά των οικοδόμων, εργατών, αγροτών και τσιφτσήδων μόνο στη μνήμη ξέμεινε: Ξερακιανοί, δίχως πιλάτες, δίχως ποδαρόδρομους χωρίς σκοπό, αλλά γυμνασμένοι στα πενηντάκιλα τσουβάλια, δεν μετρούσαν τις ρυτίδες, ούτε στόχευαν να γεράσουν ΝΕΟΙ, θεοποιώντας το σώμα τους, συνέτρεχαν, όμως στις δυσκολίες των άλλων, ενώ έπιναν δίχως πάτο, αντιδρώντας στα ζόρια της ζωής, περιγελώντας το θάνατο.
Ήθελαν να ζήσουν ταπεινά κι έντιμα, με μπέσα και φιλότιμο, δεν ήθελαν ν΄ανέβουν πουλώντας την ψυχή τους κι ούτε τους ανεβασμένους υπολόγιζαν σαν ο πλούτος τους ήταν σαθρός, γιατί ήξεραν πως όλοι είμιστι για τον Αγιόρη, σάματι τα κάτσουμι ιδώ, έλεγαν, γιατί ήξεραν πως ο αληθινός πλούτος είναι της καρδιάς.
Ούτε τα παιδιά συμβούλευαν να κοιτούν τον εαυτό τους, αλλά να πιθαίν΄για τ΄ς φίλοι κι να φέρνονται ίδια σ΄όλοι, ακόμα κι στου βασιλιά.
Αγνοούσαν τις συνεδρίες ψυχής, γιατί είχαν φίλους να βαΐσουν, να πιούν τα βάσανά τους(τιριασμένοι, ψισνοί, από το εψές, τσ΄κα…), αλλά είχαν και τα κότσια να περάσουν γενναία στο θάνατο, αφού ζωή και θάνατος μπλέκονταν καθημερινά και δεν ήταν κάθετα διαχωρισμένοι, όπως σήμερα.
Λιώμα στο μεθύσι, αν δεν έπεφταν μιαν κι όξου, ιλιάτσι για το αίμα που αναπηδούσε ήταν ο καπνός κι αν τυχόν βρίσκονταν στο νοσοκομείο πετούσαν τις γάζες και το σκαζαν στα στενοσόκακα, αψηφώντας διασείσεις και μολύνσεις.
Ο φόρος στη γειτονιά, τη Σκ΄ρκα, ήταν βαρύς από το επαναστατημένο μεθύσι: Ο Π….ας (παρονύμια) ‘εμεινε στα πλατώματα της ανηφορικής αυλής του, ο Γ…ας στην καρφωτή σκάλα του σπιτιού, ο Π. τ΄Αν…. στις σκάλες της Αγιάννας…
Όσοι γλύτωναν, σακατεμένοι αφήνονταν στην αυτοΐαση, με το ποτήρι πάντα στο χέρι, είτε για την υγειά του άλλου, είτε θρυμματισμένο στην παλάμη, σαν ακραία ένδειξη συμπόνοιας στον πόνο του άλλου(το πρόλαβα κι εγώ…)
Στη δουλειά σκυλιά, παρότι οι δουλειές σκληρές, ασταθείς, με μεροκάματα φθηνά για τα αναγκαία στο σπίτι και για τα κεράσματα της συναδέλφωσης. Στη σκόλη, με τα παλτά ριγμένα στους ώμους, γενναιότητα στο καταχείμωνο, βρίσκονταν να πιουν και να πουν για τ΄ανθρώπινα( ανάμεσά τους κι ο πατέρας μου που είχε πολλούς άγιους κι είχα κι εγώ την τύχη να μάθω τη ζωή).
Η συχνή αναφώνησή τους, ορέ ΨΕΥΤΗ ΝΤΟΥΝΙΑ, περιφρόνηση στο αναπόφευκτο του θανάτου, διαμαρτυρία στην αδικία της ζωής, συγκρούεται με τον ψεύτικο, τον εικονικό κόσμο της ψηφιακής εποχής, τον αρνητή του γήρατος, του θανάτου, τον αρνητή της λύπης, της οργής, ακόμα και της χαράς, συγκρούεται με τον αφημένο κόσμο του ατομισμού, της ανίας, της υποταγής, γίνεται χαραμάδα αληθινής και δίκαιης ζωής.
Κι τ΄χρόν΄ου τρύγος!
Τάσα Σιόμου