Αλλού εμείς κι αλλού το όνειρο (του Τσολάκη Πασχάλη)
Ποιοι σφετερίστηκαν τα χρώματα απ’ το ουράνιο τόξο
και δεν λέει να κοπάσει η βροχή της φτώχιας και της εξαθλίωσης;
Ποια όρνια ρημάξαν τις φωλιές μέσα στα βράχια
και μείνανε άστεγα τα ερημοπούλια στις κρύες νύχτες;
Ποιοι κάψανε τα σπαρτά κι οι καπνοί δυσκολεύουν τις ανάσες;
Ξεχείλισαν οι πόνοι τα ήσυχα ποτάμια που αγρίεψαν
και πνίγουν τις ανθρώπινες ελπίδες στα λασπόνερα.
Μακριά η χαρά βόσκει σε καταπράσινα άφρακτα λιβάδια
εκεί οι μαργαρίτες δεν διαψεύδουν τις αγάπες
κι οι παπαρούνες χορεύουν βαλς με τον έρωτα και κοκκινίζουν.
Εμείς αλλού, παντρευτήκαμε την μαύρη λύπη
και μας ματώνουν διαρκών τα συρματοπλέγματα της.
Ποτίζουμε με αίμα τα λουλούδια να τρελαθούνε οι μέλισσες.
Στα μάτια της γριάς όλα σαλεύουν, κυματίζουν,
Απλώνει τα χέρια στην εικόνα να πιάσει το βρέφος
που το βλέπει έτοιμο να φύγει από τα χέρια της.
Εμείς με τα χέρια στις τσέπες χαμογελάμε στο δήμιο.
Γιορτάζουμε την ειρήνη, όχλος που τραγουδάει
και χορεύει κακότεχνα κι ασύμμετρα.
Εκείνη μακριά σε άγνωστες θάλασσες παλεύει
με τα αιμάτινα κύματα που την σπρώχνουν
σε απύθμενους βυθούς.
Οι άγιοι μετράνε τα τάματα τους.
Εμείς σκαρώνουμε μνημόσυνα υποκρισίας
με φτηνά κόλλυβα, μα οι σκοτωμένοι δεν συγχωρούν.
Μας πήρε σβάρνα η πίκρα και μας στροβιλίζει
σαν πούπουλα μαδημένα.
Σκουριασμένα τα χρόνια μας φιγουράρουν
στο πέτο της καρδιάς.
Αργόσυρτες θα ‘ναι οι ανάσες την ώρα της θανής μας.
Ω! Ουρανέ μου!
Αλλού εμείς κι αλλού το όνειρο!
Ποιος μας παραπλάνησε;