pantelidisGIF834pix

artinhouse2

kde834p

Καταγραφές οθόνης26 001

Στην κορφή των Ποντιακών Άλπεων (Γράφει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης)

κοζάνη, ειδήσεις, νέα, Πτολεμαΐδα Την πέμπτη μέρα μπήκε σ’ ένα χωριό. Δικό τους ήταν, από παλιά το ’ξερε. Τρία χρόνια πριν έδωσαν μάχη εκεί κοντά. Δέκα σκοτωμένους άφησαν πίσω τους

οι Τσέτες, έφυγαν και σώθηκε το χωριό. Μαζεύτηκαν οι χωριανοί στην πλατεία, να τους ευχαριστήσουν. Μέχρι να ξημερώσει έπαιζε η λύρα, ο ζουρνάς και το νταούλι. Σαράντα άτομα είχε τότε στην ομάδα του, μήνα με τον μήνα γίνονταν ακόμη περισσότεροι, κάποτε έφτασαν τους εβδομήντα. Κρυβόταν ο κόσμος να γλιτώσει απ’ τις εκτοπίσεις και τα αμελέ ταμπουρού, όλη μέρα ήταν στα βουνά, τη νύχτα κάποιοι γύρναγαν στα σπίτια τους, όσοι μπορούσαν έπαιρναν το όπλο. Ψηλά στις Ποντιακές Άλπεις ήταν το δικό του το λημέρι. Κατάσπαρτες κορφές με κυπαρίσσια, έλατα, κέδρους, πιο χαμηλά και πεύκα. Εκεί έχει πάντα χιόνι, χειμώνα-καλοκαίρι.

Στα πρώτα σπίτια ξεπεζεύει. Ο δρόμος είναι φυτεμένος πέτρα. Σπρώχνει μια ξώπορτα, δεν ανοίγει, ξανασπρώχνει πιο δυνατά. Φεύγοντας αμπάρωσαν παράθυρα και πόρτες. Από μια ελπίδα κρατιέται ο άνθρωπος, ας ξέρει κατά βάθος ότι είναι ψεύτικη. Μπαίνει μέσα. Το σπίτι είναι καθαρό, ούτε η σκόνη δεν πρόλαβε καλά-καλά να κάτσει. Σκούπισαν, ξεσκόνισαν και τακτοποίησαν προτού να φύγουν, να το ξανάβρουν συγυρισμένο όταν γυρίσουν. Εφτά καρέκλες στο τραπέζι, δυο για τους γέρους, δυο για τους γονείς, τρεις για τα παιδιά. Τους φαντάζεται την ώρα που τρώνε σουρβά, χαβίτς ή μαντία. Θα λένε για τα χωράφια, τη γελάδα που γέννησε, τις δυνατές βροχές του φθινοπώρου, τα νέα του χωριού. Τα παιδιά θα γελάνε, ο πατέρας θα κάνει τον σοβαρό, ο παππούς θα θυμάται τα παλιά τα χρόνια, η γυναίκα θα σηκώνεται για να γεμίζει τα πιάτα. Κουνάει το κεφάλι δεξιά αριστερά. Ψέματα, όλα αυτά που φαντάζεται είναι ψέματα. Σε αυτό το σπίτι δεν μιλάνε καθόλου, δεν κάνουν τίποτα. Ακόμη και τα φαντάσματα χάνουν τη λαλιά τους εδώ μέσα.  Ξαναβγαίνει γρήγορα στον δρόμο. Μοναχά οι οπλές του αλόγου του ακούγονται πάνω στην πέτρα. Μια ανατριχίλα τον περνά από πάνω μέχρι κάτω. Ο ζωντανός θάνατος είναι πιο θάνατος από τον πεθαμένο.

Σταματάει στην πλατεία. Έχει ένα καφενείο, εκεί έγινε το γλέντι. Τα τραπέζια είναι στρωμένα στη σειρά, σαν να περιμένουν τους πελάτες. Πιάνει ένα γωνιακό.  Έναν καφέ θα τον έπινε, χωρίς καθόλου ζάχαρη όπως του αρέσει, δεν θα 'ρθει όμως κανένας να του πάρει παραγγελία. Κοιτά γύρω του. Όμορφο χωριό, νοικοκυρεμένο, σπίτια με μεγάλες αυλές, η εκκλησία έχει τρούλο, το σχολείο είναι διώροφο, η πλατεία ευρύχωρη για τους γάμους και τα πανηγύρια. Αλλά ποια αξία έχουν όλα όταν σηκώνονται οι άνθρωποι και φεύγουν; Τα άδεια χωριά είναι σαν τα συλημένα νεκροταφεία, χωρίς τα κόκαλα των πεθαμένων.

Σε ένα από τα γύρω σπίτια τον είχανε φιλοξενήσει τη νύχτα εκείνη. Ήταν το πιο πλούσιο του χωριού. Την άλλη μέρα το μεσημέρι που κάθισαν να φάνε, έβγαλε ο νοικοκύρης ό,τι καλύτερο είχε για να τον εντυπωσιάσει, κανονικά πιάτα, γυάλινα ποτήρια, ακριβά μαχαιροπίρουνα, ξένα φαγητά. Στον αργιλέ πάνω άρχισε να τον πιλατεύει πώς πάνε τα πράγματα, αν θα στείλουν στρατό απ’ την Ελλάδα, ποια στάση θα κρατήσει η Ρωσία, αν θα βοηθήσουνε οι ξένοι. Ολόκληρος ο Πόντος κινδύνευε να αφανιστεί, δεκάδες χωριά της Κερασούντας, της Σαμψούντας και της Μπάφρας ξεκληρίζονταν, πέθαιναν οι άνθρωποι σαν τις μύγες στα αμελέ ταμπουρού, σπίτια καίγονταν, γίνονταν εκτελέσεις, άλλοι χάσανε τα παιδιά, τις γυναίκες, τους άντρες, τους πατεράδες τους κι αυτός σκεφτόταν αν θα συνάξει κι άλλο στάρι στην αποθήκη του ή αν θα βιαστεί να το πουλήσει. Παράτησε στη μέση τον αργιλέ, μάζεψε τους άντρες του κι έφυγε ίσια για το βουνό. Κάτι τέτοιες ώρες, μόνο οι πιο ψηλές κορφές των Άλπεων ασπρίζαν λίγο την ψυχή του.

Σιγανά βήματα ακούστηκαν πίσω του. Κάνει να πιάσει το όπλο. Ένας γέρος έρχεται αργά και κάθεται δίπλα του. Στρώνει δυο ποτήρια, ανοίγει ένα μπουκάλι.

«Κι έφυες;*» τον ρωτάει ο γέρος.

Απ’ όπου πέρασε, πάντα κάποιον θα πετύχαινε που δεν πρόλαβε ή δεν ήθελε να φύγει. Σ’ ένα προηγούμενο χωριό βρήκε μια γριά να φυτεύει στον μπαξέ της μαρούλια, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Κάποιος άλλος βοσκούσε τα τέσσερα προβατάκια του. Μόνο η συνήθεια τους είχε μείνει, γραπώνονταν από πάνω της. Ξυπνούσαν, πήγαιναν στις δουλειές τους όπως κάθε μέρα, έτρωγαν, άναβαν το καντήλι, έπεφταν και κοιμούνταν. Μερικοί έκαναν πως δεν έβλεπαν κι άλλοι έκαναν πως δεν καταλάβαιναν. Τις προάλλες συνάντησε έναν που ’λεγε πως όλοι μαζί οι χωριανοί, γυναίκες, γέροι, μωρά κι άντρες, πήγαν στο ξωκλήσι πάνω στο βουνό, τον Άγιο να γιορτάσουν, όπου να ’ναι θα τα μαζέψουν να γυρίσουν. Η πιο δύσκολη περίπτωση είναι όσοι δεν θέλουν να κοροϊδεύουνε τον εαυτό τους.

 «Μερ’ α πάω;**» του απαντάει και κατεβάζει μονορούφι το ποτήρι του.

Την ίδια ακριβώς απάντηση έδινε στους άντρες του, όταν τους έβλεπε έναν έναν να αποθέτουν τα όπλα, να σκύβουν το κεφάλι και να αποχωρούν. Απ' τα σαράντα και εβδομήντα άτομα που είχε μόνο οχτώ μείνανε στο τέλος. Στις 12 Σεπτέμβρη ήταν να φύγει το τελευταίο πλοίο. Άδειασε στο μεταξύ όλος ο τόπος, χωριό χωριό μάζευαν τα πράγματα και έπαιρναν τον δρόμο της προσφυγιάς. Όσο κι αν τον πίεζαν οι άντρες του, την απόφασή του δεν την άλλαξε. Έτσι ήταν από πάντα, ξεροκέφαλος και πεισματάρης - ποντιακό κεφάλι. Τη μέρα εκείνη τους σταυροφίλησε, ανέβηκε σε μια πλαγιά και τους έβλεπε να επιβιβάζονται. Μπουμπούνισαν με τα όπλα τους για χαιρετισμό, όταν ξεκίνησε το καράβι, μπουμπούνισε κι αυτός με το όπλο του απ’ την πλαγιά. Μετά ξαναγύρισε μονάχος στο λημέρι. Πιο μεγάλη ερημιά δεν ένιωσε ποτέ του.

Από τότε κατεβαίνει κάθε μέρα απ’ τις κορφές, τριγυρνά αποδώ κι αποκεί, παίρνει σβάρνα όλα τα χωριά. Όπου κι αν πάει, άδεια σπίτια, άδειους δρόμους κι άδειες πλατείες βρίσκει. Ακόμη κι οι ελάχιστοι που έμειναν, σαν αλλοπαρμένοι είναι. Κανονική κουβέντα δεν μπορεί να αλλάξει μαζί τους. Κλείνονται στον εαυτό τους, μιλάνε με φαντάσματα, ζουν το χτες τους. Ας μην έχουν φύγει, καθένας είναι στο φευγιό του. Πέντε μέρες τώρα, πρώτη φορά κάθεται κοντά του άνθρωπος.  

Φέρνει στο μυαλό του κείνη τη νύχτα, τρία χρόνια πριν στο ίδιο ακριβώς χωριό, στην ίδια πλατεία, στο ίδιο τραπέζι. Ο ελληνικός στρατός είχε φτάσει μέχρι την Κιουτάχεια, κέρδιζε μετά από δύσκολες μάχες το Αφιόν Καραχισάρ, η Αθήνα το ’θελε το αντάρτικο στον Πόντο για αντιπερισπασμό, κάποιοι διέδιδαν ότι θα ’στελνε κιόλας βοήθεια, ένα ελληνικό πολεμικό πλοίο φάνηκε στο λιμάνι της Σαμψούντας, στην Τραπεζούντα μιλούσαν για κράτος μαζί με τους Αρμένιους. Όλα έμοιαζαν αλλιώς τότε, ακόμη πιο μεγάλα, ακόμη πιο φωτεινά, και η πλατεία και τα σπίτια και οι δρόμοι και τα δέντρα και οι άνθρωποι. Και τώρα; Τι έχει μείνει τώρα;

Κατεβάζει το δεύτερο ποτήρι. Για ποιο Αφιόν Καραχισάρ, για ποια χωριά, για ποιους ανθρώπους, για ποια κράτη να συνεχίσει αυτόν τον πόλεμο; Μείναν πίσω τα άδεια σπίτια, πέτρες και χώματα, τάφοι και κόκαλα, κάτι αναμνήσεις μόνο. Φτιάχνεις μ’ αυτά κανονική πατρίδα; Απ’ την πρώτη φορά που είδε χωριό να αδειάζει, τούτες οι σκέψεις βασανίζουν μέρα νύχτα το μυαλό του, δεν τον αφήνουν ούτε μια στιγμή να ησυχάσει.
Ζουρνάδες, νταούλια αρχίζουν να ηχούν στο μυαλό του, μια λύρα γρατζουνάει την ψυχή του, το σώμα του αρχίζει να πάλλεται. Σηκώνεται απ’ την καρέκλα, υψώνει τα χέρια σαν να θέλει να κρεμαστεί απ’ τα σύννεφα, τα πόδια πατάνε γερά στο χώμα, κλείνει τα μάτια. Πάντα μετέωρος ήταν ο χορός του, μεταξύ ουρανού και γης, όσο πιο ψηλά πηδούσε τόσο πιο βαρύς έπεφτε, χέρια και πόδια σε μόνιμη αντίστιξη, μια αναμέτρηση ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, στον πόλεμο και στην ειρήνη, στη χαρά και στη δυστυχία. Τραβάει το μαχαίρι. Ποιος είναι ο εχθρός σε τούτη δω τη μάχη για να τον ξεπαστρέψει; Ανοίγει τα μάτια, μονάχος του χορεύει τον πυρρίχιο χορό. Στέκεται δίπλα του το γεροντάκι και  χτυπάει παλαμάκια.

Ξανακάθεται στην καρέκλα του, ακόμη πιο σιωπηλός από πριν. Οι πλάτανοι της πλατείας έχουν κιτρινίσει για τα καλά, ένας σωρός από πεσμένα φύλλα σηκώνεται με το πρώτο φύσημα, πολύ κρύο θα κάνει τούτο τον χειμώνα.  Κόντευε απόγευμα όταν σηκώθηκε. Άφησε μονάχο του τον γέρο, να γεμίζει το τέταρτο ποτήρι. Ανέβηκε στο άλογο, πήρε την ανηφοριά για τις κορφές. Τα χωριά της πεδιάδας άρχισαν σιγά σιγά να εποικίζονται. Φέρνανε Τούρκους απ’ τη Μακεδονία, κάτι ταλαιπωρημένους και φτωχούς ανθρώπους, πρόσφυγες, δεν είχε να χωρίσει τίποτα μαζί τους. Μόνο τα πιο ψηλά χωριά, όπως τούτο δω έμεναν ακόμη άδεια. Αργά ή γρήγορα θα ερχόταν η σειρά τους να κατοικηθούν. Θα ακούγονταν φωνές παιδιών, απ’ τις σόμπες θα ’βγαινε καπνός, θα μαζευόταν τις Κυριακές ο κόσμος στις πλατείες, θα 'χε γάμους, θα κάνανε γιορτές και θα χορεύανε στα πανηγύρια. Τίποτα όμως δεν θα ’τανε ξανά το ίδιο. Μια άλλη ζωή, ένας άλλος κόσμος, μια άλλη πατρίδα θα γεννιότανε σε τούτα δω τα μέρη. Ξερές κι απάτητες θα ’ταν μόνο οι πιο απόκρημνες βουνοκορφές. Εκεί που ’χε το λημέρι του, εκεί που έθαψε τη γυναίκα και τον γιο του. Αυτός ήταν ο δικός του τόπος, αυτή ήταν η δική του πατρίδα, αυτοί ήταν οι δικοί του άνθρωποι. Όπου κι αν ξανοιγόταν, όπου κι αν πήγαινε, στο ίδιο πάντα μέρος θα γυρνούσε. Με το όπλο αγκαλιά, ακούνητος στη θέση του – για μήνες, χρόνια, αιώνες. Ο τελευταίος αντάρτης του Πόντου. Στις πιο ψηλές κορφές των Ποντιακών Άλπεων. Εκεί που έχει πάντα χιόνι, χειμώνα-καλοκαίρι.

* «Δεν έφυγες;»

** «Πού θα πάω;»

ΠΗΓΗ: ixnilasies.blogspot.com

Δημοφιλή Νέα

Διαβάστε τα σημερινά Πρωτοσέλιδα των εφημερίδων I ptolemaida.tv

Διαβάστε τα σημερινά Πρωτοσέλιδα των εφημερίδων I ptolemaida.tv


Διαβάστε τα σημερινά Πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.

Ο καιρός Παρασκευή 29, Σάββατο 30 και Κυριακή 31 Μαρτίου στη Δ. Μακεδονία & σε 6 μεγάλες πόλεις της Ελλάδας
Νίκος Βουνοτρυπίδης: «Άλωση» της περιοχής μας από την «πράσινη ανάπτυξη»
Επίσημο: Την Κυριακή 14 Απριλίου ο μεγάλος τελικός Κυπέλλου Ε.Π.Σ. Κοζάνης ανάμεσα σε Εορδαϊκό και Βελβεντό στο ΔΑΚ Κοζάνης - Όλες οι λεπτομέρειες
ΚΚΕ Τ.Ε. Καστοριάς - Βοΐου: Συλλυπητήριο μήνυμα για τον Νίκο Χιόνο

ΚΚΕ Τ.Ε. Καστοριάς - Βοΐου: Συλλυπητήριο μήνυμα για τον Νίκο Χιόνο


Η Τομεακή Επιτροπή Καστοριάς - Βοϊου εκφράζει τα συλλυ…

Νήματα της Άνοιξης του  Συλλόγου Γονέων, Κηδεμόνων και Φίλων ΑμεΑ περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας με την Εύη Γεροκώστα
Ο καιρός για τις επόμενες 6 ημέρες

Ο καιρός για τις επόμενες 6 ημέρες


www.kozani.tv  Δείτε το καιρό αναλυτικά για έξι ημέρες  …

Δελφίνια Πτολεμαΐδας: 13οι Πτολεμαϊκοί Αγώνες

Δελφίνια Πτολεμαΐδας: 13οι Πτολεμαϊκοί Αγώνες


Δελφίνια Πτολεμαΐδας: 13οι Πτολεμαϊκοί Αγώνες.